τραπεζείτης

τραπεζείτης
τραπεζ-είτης,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραπεζείτης — ὁ, Α βλ. τραπεζίτης …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”